- κυστεοειδής
- -έςβλ. κυστοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ψευδοκύστη — η, Ν 1. βιολ. υπολειμματική μάζα πρωτοπλάσματος που διογκώνεται και διαρρηγνύεται απελευθερώνοντας σπόρια σποροζώων 2. ιατρ. κυστεοειδής κοίλος σχηματισμός που έχει τοίχωμα μόνο από συνδετικό ιστό, χωρίς επιθηλιακή επένδυση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ … Dictionary of Greek
ωοθυλάκιο — το, Ν ανατ. σφαιροειδής και, στη συνέχεια, κυστεοειδής κυτταρικός σχηματισμός τής ωοθήκης, που περιέχει ένα ωάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θυλάκιο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. follicule ovarien] … Dictionary of Greek